στακτή

From LSJ
Revision as of 22:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στακτή Medium diacritics: στακτή Low diacritics: στακτή Capitals: ΣΤΑΚΤΗ
Transliteration A: staktḗ Transliteration B: staktē Transliteration C: stakti Beta Code: stakth/

English (LSJ)

ἡ, (στάζω)    A oil of myrrh, Antiph.223, LXX Ge. 37.25, Plb.13.9.5, Dsc.1.60: metaph., ἡ τῶν φρενῶν σ. Men.Per. 16.

German (Pape)

[Seite 928] ἡ, stacte, das aus frischer Myrrhe u. Zimmet gepreßte u. tropfenweise auslaufende Oel, Myrrhenöl, Zimmetöl, ein künstlich bereiteter Balsam, Theophr.; doch auch von andern künstlich bereiteten Flüssigkeiten, στακτὴ ἅλμη, Salzlake, κονίη, Kalklauge, Geop. S. στακτός.

Greek (Liddell-Scott)

στακτή: ἡ, (στάζω) Λατιν. Stacta τὸ ἔλαιον τὸ κατασταλάζον ἐκ νωπῆς μύρρας ἢ κινναμώμου, «τὸ ἀπὸ σμύρνης γινόμενον» Ἡσύχ., Ἀντιφάν. ἐν «Φρεαρρ.» 1, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 4, 10, π. Ὀσμ. 29, κτλ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και σταχτή Ν
αλισίβα, σταχτόνερο
αρχ.
αιθέριο έλαιο, βάλσαμο που παρασκευαζόταν από τρυφερή σμύρνα (α. «στακτή
τὸ ἀπὸ σμύρνης γινόμενον», Ησύχ.
β. «χιλίοις δὲ λιβανωτοῡ καὶ διακοσίοις τῆς λεγομένης στακτῆς», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. στακτός].