συγκατηρεφής

From LSJ
Revision as of 23:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατηρεφής Medium diacritics: συγκατηρεφής Low diacritics: συγκατηρεφής Capitals: ΣΥΓΚΑΤΗΡΕΦΗΣ
Transliteration A: synkatērephḗs Transliteration B: synkatērephēs Transliteration C: sygkatirefis Beta Code: sugkathrefh/s

English (LSJ)

ές,    A quite covered, Lyc.1280.

German (Pape)

[Seite 966] ές, ganz bedeckt, Lycophr. 1279.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατηρεφής: -ές, πανταχόθεν κατηρεφής, κεκαλυμμένος, Λυκόφρ. 1280

Greek Monolingual

-ές, Α
ο από παντού καλυμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατηρεφής «σκεπασμένος, καλυμμένος»].

Greek Monolingual

-ές, Α
ο από παντού καλυμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατηρεφής «σκεπασμένος, καλυμμένος»].