συνυπόληψις
From LSJ
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
English (LSJ)
late Dor. -λᾱμψις, εως, ἡ, A support, relief, τᾶς πόλεως IG5(1).1146.21 (Gytheum, i B.C.).
Greek Monolingual
-ήψεως, και δωρ. τ. συνυπόλαμψις, -άμψεως, ἡ, Α συνυπολαμβάνω
η ενέργεια του συνυπολαμβάνω, υποστήριξη, βοήθεια.