τετράφαλος
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
[ρᾰ], ον, A with four horns, epith. of κυνέη, κόρυς, Il.12.384,22.315.
German (Pape)
[Seite 1099] κυνέη, κόρυς, ein Helm mit einer verfachen metallnen Erhöhung, φάλος, worin die Helmbüsche befestigt wurden, die aber, da sie nach vorn über die Augen u. nach hinten über den Hinterkopf hervorragten, auch zum Schutz gegen Kopfhiebe dienten; Il. 12, 384. 22, 315; vgl. das Vorige, ἀμφίφαλος u. Buttm. Lexil. II p. 242.
Greek (Liddell-Scott)
τετράφᾰλος: -ον, ἐπίθ. τοῦ κυνέη, κόρυς Ἰλ. Μ. 384., Χ. 315· - ἴσως ἁπλῶς συντετμημένος τύπος τοῦ τετραφάληρος, ἴδε ἐν λ. φάλος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à quatre cimiers (devant, derrière, sur les deux côtés).
Étymologie: τέτταρες, φάλος.
English (Autenrieth)
with four-banded crest, κυνέη. (Il.) (See cut No. 116.)
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερεις μετάλλινες προεξοχές, αλλ. τετραφάληρος («θλάσσε δὲ τετράφαλον κυνέην», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + φάλος «κόσμημα της περικεφαλαίας» (πρβλ. ἀμφί-φαλος)].
Greek Monotonic
τετράφᾰλος: -ον, = προηγ., σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
τετράφᾰλος: (ρᾰ) с четырьмя шишками (гнездами для султанов) (κυνέη Hom.).