φθατέω

From LSJ
Revision as of 09:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθᾰτέω Medium diacritics: φθατέω Low diacritics: φθατέω Capitals: ΦΘΑΤΕΩ
Transliteration A: phthatéō Transliteration B: phthateō Transliteration C: fthateo Beta Code: fqate/w

English (LSJ)

aor. subj. φθατήσῃ, glossed φθάσῃ, Hsch.; cf. καταφθατόομαι (or rather -έομαι); also ψᾰτᾶσθαι,    A = προκαταλαμβάνειν, Id.; ψατῆσαι, = προειπεῖν, Id.

Greek (Liddell-Scott)

φθατέω: ἴδε καταφθατέομαι.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «φθάνω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φθατέω, που απαντά στον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. φθατήσῃ
φθάσῃ και στη σύνθ. μτχ. κατα-φθατουμένη καθώς και οι τ. ψατᾶσθαι
προκαταλαμβάνειν και ψατῆσαι
προειπεῖν (για την εναλλαγή στο αρκτικό φθ/ψ βλ. λ. φθάνω) είναι επιτατικοί μεταρρηματικοί τ. σχηματισμένοι από το ρ. φθάνω με επίθημα -τάω / -τέω (πρβλ. σκιρ-τῶ: σκαίρω), πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρηματ. επιθ. φθατός].