χειροβαρής

From LSJ
Revision as of 10:19, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειροβᾰρής Medium diacritics: χειροβαρής Low diacritics: χειροβαρής Capitals: ΧΕΙΡΟΒΑΡΗΣ
Transliteration A: cheirobarḗs Transliteration B: cheirobarēs Transliteration C: cheirovaris Beta Code: xeirobarh/s

English (LSJ)

ές,    A heauy in the hand, Philetaer.10 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1345] ές, handschwer, so schwer man es mit der Hand halten kann, Philetaer. bei Ath. X, 418.

Greek (Liddell-Scott)

χειροβᾰρής: -ές, ὁ ἔχων βάρος ἐν τῇ χειρί, καὶ χειροβαρὲς σαρκὸς ὑείας θετταλότμητον κρέας Φιλέταιρος ἐν «Λαμπαδηφόροις» 1.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει τόσο βάρος όσο μπορεί κανείς να σηκώσει με το χέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. οἰνο-βαρής].