χερσονομή
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
ἡ, in pl., A waste land used as pasture, PTeb.74.22 (ii B.C., prob.), Sammelb.5172.5.
Greek Monolingual
ἡ, Α
στον πληθ. αἱ χερσονομαί
ακαλλιέργητες εκτάσεις που χρησιμοποιούνται για βοσκή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + νομή.