χειράγρα

From LSJ
Revision as of 10:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειράγρα Medium diacritics: χειράγρα Low diacritics: χειράγρα Capitals: ΧΕΙΡΑΓΡΑ
Transliteration A: cheirágra Transliteration B: cheiragra Transliteration C: cheiragra Beta Code: xeira/gra

English (LSJ)

ἡ,    A gout in the hand, Asclep. ap. Gal.13.1026. Ptol.Tetr. 153 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1344] ἡ, die Lähmung der Hand durch die Gicht, die Handgicht, wie ποδάγρα gebildet.

Greek (Liddell-Scott)

χειράγρα: ἡ, ἀρθρῖτις κατὰ τὴν χεῖρα, Λατ. chiragra, καὶ παρὰ Λατ. ποιηταῖς cheragra, Γλωσσ. πρβ. ποδάγρα.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
αρθρίτιδα του άκρου χεριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + ἄγρα «κυνήγι, πιάσιμο» (πρβλ. ποδ-άγρα). Τη λ. δανείστηκαν από την Ελληνική οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. chiragra, γαλλ. chiragre].