χερσονησώδης
From LSJ
Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch
English (LSJ)
ες, later χερρ-, A = χερσονησοειδής, Str.14.6.3.
German (Pape)
[Seite 1351] ες, att. χεῤῥον., zsgzgn statt χερσονησοειδής.
Greek Monolingual
και αττ. τ. χερρονησώδης, -ῶδες, Α χερσόνησος /χερρόνησος
ο χερσονησοειδής, αυτός που έχει το σχήμα χερσονήσου.