ἀγασθενής
From LSJ
Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar
English (LSJ)
ές, (σθένος) A very strong, Opp.C.2.3, Epigr.Gr.1052 (Stratonicea):—in Il. only as pr. n. Ἀγασθένης.
German (Pape)
[Seite 9] ές, sehr stark, βασιλεῖς Ep. ad. 375 a (IX, 688); ἡρώων Opp. Cyn. 1, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγασθενής: -ές, (σθένος) λίαν ἰσχυρός, Ὀππ. Κυν. 2. 3, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 1052: - Ἐν τῇ Ἰλ. μόνον ως κύρ. ὄνομα, Ἀγασθένης (παροξύτ.).
Spanish (DGE)
-ές
• Prosodia: [ᾰ-]
muy fuerte, forzudo ἡρώων Opp.C.2.3, βασιλεῖς IStratonikeia 1018.3 (biz.), AP 9.688.
Russian (Dvoretsky)
ἀγασθενής: могучий, могущественный (βασιλεῖς Anth.).