ἀνθρωπογράφος
From LSJ
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, A painter of men, Plin.HN35.113.
German (Pape)
[Seite 234] ὁ, Menschenmaler.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωπογράφος: [ᾰ], ὁ, ὁ ζωγραφῶν ἀνθρώπους ἐν Πλιν. Φυσ. Ἱστ. 35. 37.
Spanish (DGE)
-ον pintor de hombres Plin.HN 35.113.
Greek Monolingual
ἀνθρωπογράφος, ο (Α)
ο ζωγράφος που κάνει προσωπογραφίες.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρωπογράφος: ὁ живописец-портретист Plin.