ἀπεραντολογία
Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will
English (LSJ)
ἡ, A = ἀπειρολογία, Cic.Att.12.9, Luc.DMort.10.10, Gal.18(1).254.
German (Pape)
[Seite 287] ἡ, unbegrenzte Geschwätzigkeit, ῥημάτων Luc. Mart. Dial. 10, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεραντολογία: ἡ, ἀπειρολογία, πολυλογία, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 10.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bavardage interminable.
Étymologie: ἀπεραντολόγος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
charla interminable, saturis auribus scolica dape atque ebriis sophistice aperantologia Varro Sat.Men.144, cf. Cic.Att.246.4, Luc.DMort.10.10, Gal.18(1).254.
Greek Monolingual
η (AM ἀπεραντολογία)
πολυλογία, φλυαρία.
Greek Monotonic
ἀπεραντολογία: ἡ, = ἀπειρολογία, πολυλογία, ακατάπαυστη φλυαρία, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπεραντολογία: ἡ Luc. = ἀπειρολογία.
Middle Liddell
[from ἀπεραντολόγος = ἀπειρολογία, Luc.]