ἀπόφημος
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
ον, A = δύσφημος, Ael.NA6.44.
German (Pape)
[Seite 334] (φήμη), von keiner guten Vorbedeutung, Suid.; = δύσφημος, Ael. H. A. 6, 44 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόφημος: -ον, = δύσφημος, Αἰλ. περὶ Ζ. 6. 44.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de mauvais augure.
Étymologie: ἀπό, φήμη.
Spanish (DGE)
-ον
1 ominoso, de mal agüero del grito del león de mar ἀπόφημόν τινα κωκυτὸν μεθιᾶσιν Ael.NA 9.50
•blasfemo, indecible ἢ δράσαντάς τι ἀσεβὲς ἢ εἰπόντας τι ἀπόφημον Ael.NA 11.31, φωνή Eust.Op.204.51, ὁ ἀ. Ἀφρατᾶς Eust.Op.157.76.
2 subst. τὸ ἀ. lo que difama, calumnia ὁ Σωκλῆς οὐκ ἐνεγκὼν τὸ ἀ. Ael.NA 6.44.