ἀρθροκηδής
From LSJ
ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days
English (LSJ)
ές, A limb-distressing, πόνοι Luc. Trag.15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρθροκηδής: -ές, ὁ τὰ ἄρθρα τοῦ σώματος λυμαινόμενος, ἀρθροκηδέσιν πόνοις Λουκ. Τραγῳδοποδάγρα 15.
Spanish (DGE)
-ές que afecta a las articulaciones πόνοι Luc.Trag.15.
Greek Monolingual
ἀρθροκηδής (-οῡς), -ές (Α)
ενοχλητικός στις αρθρώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρθρον + -κηδής < κήδος].