ἀσπιδοειδής

From LSJ
Revision as of 15:53, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Δίκαιος εἶναι μᾶλλον ἢ χρηστὸς θέλε → Benignus esse quaere, sed iustus magis → Gerecht zu sein sei mehr dein Wunsch als gutgesinnt

Menander, Monostichoi, 114
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπῐδοειδής Medium diacritics: ἀσπιδοειδής Low diacritics: ασπιδοειδής Capitals: ΑΣΠΙΔΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: aspidoeidḗs Transliteration B: aspidoeidēs Transliteration C: aspidoeidis Beta Code: a)spidoeidh/s

English (LSJ)

ές,    A shaped like a shield, Agatharch.105.    II adorned with serpents, βασιλεῖαι OGI90.44 (Rosetta).

German (Pape)

[Seite 373] ές, schildförmig, Diod. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπῐδοειδής: -ές, ἔχων τὸ σχῆμα ἀσπίδος, ὅμοιος ἀσπίδι, ἀσπιδοειδῆ γίνεσθαι τὸν ἥλιον Διοδ. 3. 48. ΙΙ. ὅμοιος ἀσπίδι (τῷ ὄφει), Ἐπιγρ. Ροζέτης ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 44.

Spanish (DGE)

-ές
1 con forma de escudo del sol, Agatharch.105, D.S.3.48.
2 adornado con un áspid de la corona de Egipto βασίλεια OGI 56.62 (Canopo III a.C.), 90.44 (Roseta II a.C.).

Greek Monolingual

ἀσπιδοειδής, -ές και ἀσπιδόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. αυτός που έχει σχήμα ασπίδας, που μοιάζει με ασπίδα
2. ο στολισμένος με διακοσμήσεις σε σχήμα φιδιού.

Russian (Dvoretsky)

ἀσπῐδοειδής: щитовидный (ἥλιος Diod.).