οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Full diacritics: ἐριόξῠλον | Medium diacritics: ἐριόξυλον | Low diacritics: εριόξυλον | Capitals: ΕΡΙΟΞΥΛΟΝ |
Transliteration A: erióxylon | Transliteration B: erioxylon | Transliteration C: erioksylon | Beta Code: e)rio/culon |
τό, A cotton, Ulp. ap. Dig.32.70.9 ; cf. ἐρεόξ-.
[Seite 1030] τό, Baumwollenstaude, Sp.
ἐριόξῠλον: τό, τὸ φυτὸν τοῦ βάμβακος, Οὐλπιαν.
ἐριόξυλον, τὸ (Α)
το φυτό του βαμβακιού, η βαμβακιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έριο(-ν) + ξύλον.