τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
Full diacritics: ἐφηλωτός | Medium diacritics: ἐφηλωτός | Low diacritics: εφηλωτός | Capitals: ΕΦΗΛΩΤΟΣ |
Transliteration A: ephēlōtós | Transliteration B: ephēlōtos | Transliteration C: efilotos | Beta Code: e)fhlwto/s |
ή, όν, A nailed on, Hero Aut.2.2.
ἐφηλωτός: -ή, -όν, (ἐφηλόω) καρφωμένος ἐπάνω εἴς τι, Ἥρων. Αὐτομ. σ. 244.
ἐφηλωτός, -ή, -όν (Α) εφηλώνω
καρφωμένος πάνω σε κάτι.