Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἰσημερία

From LSJ
Revision as of 23:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσημερία Medium diacritics: ἰσημερία Low diacritics: ισημερία Capitals: ΙΣΗΜΕΡΙΑ
Transliteration A: isēmería Transliteration B: isēmeria Transliteration C: isimeria Beta Code: i)shmeri/a

English (LSJ)

ἡ,    A equinox, ἰ. ἐαρινή, μετοπωρινή, ὀπωρινή, Arist.Mete.364b1,2,371b30; φθινοπωρινή Id.HA570b14, etc.: in pl., Hp.Aër.11, Pl.Ax.370c, Porph.Antr. 24.

German (Pape)

[Seite 1263] ἡ, Tag- u. Nachtgleiche, Plat. Ax. 370 b; ἐαρινή, Frühlings-, Arist. H. A. 6, 17, φθινοπωρινή, Herbst-, ib. 8, 12; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσημερία: ἡ, ἡ ὥρα τοῦ ἔτους καθ’ ἣν ἡ ἡμέρα εἶναι ἴση μὲ τὴν νύκτα, ἰσ. ἐαρινὴ καὶ μετοπωρινὴ ἢ φθινοπωρινὴ Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 16, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 5, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 288· ἴδε ἰσαμέριος.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
équinoxe.
Étymologie: ἴσος, ἡμέρα.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἰσημερία)
βλ. ισημέριος.

Russian (Dvoretsky)

ἰσημερία: ἡ равноденствие (ἰσημερίαι τε καὶ τροπαί Plat.): ἰ. ἐαρινή Arst. весеннее равноденствие; ἰ. μετοπωρινή или φθινοπωρινή Arst., Plut. осеннее равноденствие.