ἰχθύα
φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife
English (LSJ)
[ῠ], Ion. ἰχθύη, ἡ, (ἰχθῦς) A dried skin of the fish ῥίνη, like our shagreen, Hp.Foet.Exsect.1, Archig. ap. Gal.12.406; of fish-skin in general, Ruf. ap. Orib.4.2.16. II pot, perh. for pickled fish, CIG 8345c (Nola, vase). III fishing, fishery, BGU1123.9 (i A.D.), PSI3.160.8 (ii A.D.). IV ταριχηρὰ ἰ. pickled fish, PLond.3.856.20 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 1275] ἡ, ion. ἰχθύη, die getrocknete Haut des Fisches ῥίνη, die man zu Raspeln brauchte, Hippocr., Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχθύα: Ἰων. -ύη, ἡ, (ἰχθὺς) τὸ ἀπεξηραμμένον δέρμα τοῦ ἰχθύος, ῥίνη, χρησιμεῦον ὅπως δι’ αὐτοῦ ξέωσι τὰς ἐπιφανείας πραγμάτων, Ἱππ. 914D, «ἰχθύην, ῥίνης θαλαττίης δέρμα ξηρόν. Δύναται δὲ καὶ τὸν σιδηροῦν ὄνυχα δηλοῦν, ᾧσπερ εἰς τὰς ἐμβρυουλκίας καὶ τὰς ἐμβρυοτομίας χρώμεθα, διὰ τὴν πρὸς τὰς λεπίδας τῶν ἰχθύων ὁμοιότητα» Γαληνοῦ Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξηγ. 488. ΙΙ. πιθ. εἶδος ἀγγείου ἢ δοχείου ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἔθετον παστοὺς ἰχθῦς, Συλλ. Ἐπιγρ. 8346c.
Greek Monolingual
ἰχθύα και ιων. τ. ἰχθύη, ἡ (Α) ιχθύς
1. το αποξηραμένο δέρμα του ψαριού ρίνη, που χρησιμοποιούσαν για τη λείανση μαρμάρων, ξύλων κ.ά. αντικειμένων
2. το δέρμα κάθε ψαριού
3. επιγρ. δοχείο στο οποίο έβαζαν παστά ψάρια
4. πάπ. ιχθυοτροφείο.