ἱερόδακρυς

From LSJ
Revision as of 23:56, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερόδακρυς Medium diacritics: ἱερόδακρυς Low diacritics: ιερόδακρυς Capitals: ΙΕΡΟΔΑΚΡΥΣ
Transliteration A: hieródakrys Transliteration B: hierodakrys Transliteration C: ierodakrys Beta Code: i(ero/dakrus

English (LSJ)

υ, gen. υος, epith. of λίβανος,    A with hallowed tears or gum, Melanipp. 1.

German (Pape)

[Seite 1241] υος, λίβανος, heilige Thräne, Melanippds. bei Ath. XIV, 651 f.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερόδακρῠς: ῠ, γεν. -υος, ἐπίθ. τοῦ λιβάνου, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ἱερῶν δακρύων, ἱερόδακρυν λίβανον Μελανιππίδης παρ’ Ἀθην. 651F (Μελανιππ. Ἀποσπ. 1).

Greek Monolingual

ἱερόδακρυς, -υ (Α)
(για το λιβάνι) αυτός που αποτελείται από ιερά δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -δακρυς (< δάκρυ), πρβλ. απειρό-δακρυς, πολύ-δακρυς].