ὀκτάτροπος
From LSJ
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
English (LSJ)
ἡ, A the first eight τόποι of the δωδεκάτροπος, Vett.Val.334.20.
Greek Monolingual
ὀκτάτροπος, ἡ (Α)
οι πρώτοι οκτώ τρόποι του διηρημένου σε δώδεκα τμήματα κύκλου, γύρω από τον οποίο υπήρχε η αντίληψη ότι στρέφονταν ο ζωδιακός κύκλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οχτώ) + τρόπος (πρβλ. δωδεκά-τροπος)].