ὁμολογητικός

From LSJ
Revision as of 07:45, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμολογητικός Medium diacritics: ὁμολογητικός Low diacritics: ομολογητικός Capitals: ΟΜΟΛΟΓΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: homologētikós Transliteration B: homologētikos Transliteration C: omologitikos Beta Code: o(mologhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A of or for confessing: Adv. -κῶς, ὀμνύειν Eust. 233.40.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμολογητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὁμολογίαν. ― Ἐπίρρ. -κῶς. Εὐστ. 233. 41.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ὁμολογητικός, -ή, -όν) ομολογητής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομολογία ή στον ομολογητή
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμολογητικόν
επιβεβαίωση, επικύρωση.
επίρρ...
ὁμολογητικῶς (Μ)
με ομολογητικό τρόπο, όπως ο ομολογητής.