ὑδροκιρσοκήλη

From LSJ
Revision as of 08:07, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδροκιρσοκήλη Medium diacritics: ὑδροκιρσοκήλη Low diacritics: υδροκιρσοκήλη Capitals: ΥΔΡΟΚΙΡΣΟΚΗΛΗ
Transliteration A: hydrokirsokḗlē Transliteration B: hydrokirsokēlē Transliteration C: ydrokirsokili Beta Code: u(drokirsokh/lh

English (LSJ)

ἡ,    A aneurysm of the vessels of the testicles, Gal.19.448.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδροκιρσοκήλη: ἡ, ἀνευρυσμὸς τῶν ἀγγείων τῶν κατὰ τοὺς ὄρχεις καὶ συλλογὴ ὑγροῦ κατά τι μέρος τοῦ ὀσχέου, Γαλην. τ. 19, σ. 448, § υκη΄.

Greek Monolingual

η / ὑδροκιρσοκήλη, ΝΑ
ιατρ. κιρσοκήλη με υδροκήλη, ανεύρυσμα τών αγγείων τών όρχεων και συλλογή υγρού σε τμήμα του οσχέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + κιρσοκήλη.