ὑποζυγή
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
ἡ, A enslavement, Schwyzer 701 C 7 (Erythrae, v B. C.).
Greek Monolingual
ἡ, Α
σκλαβιά, υποδούλωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. υπο-ζυγ- του ὑποζεύγνυμι (πρβλ. παθ. αόρ. β' ὑπ-ε-ζύγ-ην) + κατάλ. -ή].