ἐράνισις
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
εως, ἡ, A collecting of contributions, contributing, Pl.Lg.915e. II (written ἐράνησις) feeding, maintenance, προβάτων PMasp.141vbΙΙ (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1017] ἡ, = Folgdm, Plat. Legg. XI, 915 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐράνῐσις: -εως, ἡ, συλλογὴ συνεισφορῶν, συνεισφορά, Πλάτ. Νόμ. 915Ε· προσέτι, ἐρανισμός, ὁ, Διον. Ἁλ. 6. 96.
Greek Monolingual
ἐράνισις, ἡ (Α) ερανίζω
1. συλλογή συνεισφορών.
Russian (Dvoretsky)
ἐράνῐσις: εως (ᾰ) ἡ сбор паев, устройство складчины Plat.