ἐπισεσυρμένως

From LSJ
Revision as of 15:27, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισεσυρμένως Medium diacritics: ἐπισεσυρμένως Low diacritics: επισεσυρμένως Capitals: ΕΠΙΣΕΣΥΡΜΕΝΩΣ
Transliteration A: episesyrménōs Transliteration B: episesyrmenōs Transliteration C: episesyrmenos Beta Code: e)pisesurme/nws

English (LSJ)

(   A ἐπισύρω ΙΙ) carelessly, perfunctorily, Epict.Ench. 31, Simp.in eund.p.53 D., EM191.34.

German (Pape)

[Seite 976] (vom partic. perf. pass. von ἐπισύρω), fahrlässig, leichtsinnig, im Ggstz von κατὰ τὴν προσήκουσαν ἀκρίβειαν, Schol. Ar. Ran. 1545; Clem. Al.; neben ἀμελῶς, im Ggstz von καθαρῶς, Epict. Enchir. 31.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισεσυρμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἐπισύρω, ὀκνηρῶς, νωχελῶς, ἀμελῶς, Ἐπίκτ. Ἐγχείρ. 31, Κλήμ. Ἀλ. 958.

Greek Monolingual

ἐπισεσυρμένως (Α)
(επίρρ. από τη μτχ. παθ. παρακμ. του επισύρω) αμελώς, με αδιαφορία, με οκνηρία.