βουκεφάλιον
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
[ᾰ], τό, A ox-head, used as an ornament, Lys.Fr.34, SIG695.71 (Magn. Mae.); β. χρυσᾶ SIG2588.199 (Delos, ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 456] τό, Ochsenkopf, Lysias bei Ath. V, 210 a.
Greek (Liddell-Scott)
βουκεφάλιον: τό, βοὸς κεφαλή, Λυσ. Ἀποσπ. 18.
Spanish (DGE)
-ου, τό
cabeza de toro, bucranio figura utilizada como elemento decorativo (ἡ ἐγγυθήκη) Σατύρων ἔχει πρόσωπα καὶ βουκεφάλια Lys.Fr.32, βουκεφάλια χρυσᾶ ID 442B.199 (II a.C.), cf. IM 100b.23 (II a.C.).
Greek Monolingual
βουκεφάλιον, το (Α) βουκέφαλος
κόσμημα σε σχήμα κεφαλής βοδιού.