γονυκλινής
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
English (LSJ)
ές, A on bended knee, γ. ἐχόμενός τινος POxy.1089.31 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 502] ές, kniebeugend, Schol. Il. 9, 502; K. S.
Greek (Liddell-Scott)
γονυκλῐνής: -ές, ἔχων τὸ γόνυ κεκαμμένον, Εὐσ.· καὶ γονυκλισία, ἡ, Ὠριγ. 1, 552a, Βασίλ. 3, 877a (Migne).
Spanish (DGE)
-ές
arrodillado, de hinojos γ. δ' ἐχ[ό] μεν[ο] ς [τ] οῦ Δ[ι] ονυσίου de hinojos abrazado a Dioniso, A.Al.2.2.31, cf. Eus.VC 4.67, Hom.Clem.3.1.1.
Greek Monolingual
-ές (AM γονυκλινής, -ές)
ο γονατιστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + -κλινής < κλίνω (πρβλ. επικλινής, κατακλινής)].