οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
-η, -ο
αυτός που δεν έχει κέφι, ο δύσθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + κέφι.
ΠΑΡ. ακεφιά].