ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)
-η, -ο (AM ἄξεστος, -ον)1. ακατέργαστος, απελέκητος («ἄξεστος λίθος», Σοφοκλής)2. μτφ. τραχύς, αδέξιος, ακαλλιέργητος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + ξεστός < ξέω].