Χερσονησίτης
From LSJ
οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
habitant de la Chersonèse de Thrace.
Étymologie: χερσόνησος.
Greek Monolingual
και Χερρονησίτης, ὁ, Α
1. ο κάτοικος της Θρακικής Χερσονήσου
2. ως επίθ. αυτός που προέρχεται από τη Θρακική Χερσόνησο («τυροῡ Χερρονησίτου», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < χερσόνησος / χερρόνησος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πολ-ίτης)].