έαρ
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
Greek Monolingual
(I)
το (AM ἔαρ, Α και εἶαρ)
1. η άνοιξη
2. ομορφιά
αρχ.
1. καθετί που βρίσκεται στην άνθησή του («ἔφηβοι... ἔαρ τοῦ δήμου»)
2. φρ. α) «ἔαρ θ' ὁρόωσα» — με το γλυκό χαρούμενό της βλέμμα
β) «γενύων... ἔαρ» — το πρώτο χνούδι στο πρόσωπο τών εφήβων
γ) «ὕμνων ἔαρ» — οι ωραιότεροι ύμνοι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Fέαρ < Fέσαρ που ανάγεται σε αρχική ΙΕ ρίζα wes-r- «άνοιξη» (πρβλ. λιθ. vasarā «καλοκαίρι») της οποίας ο παράλληλος τ. wes-ņ- απαντά στο αρχ. σλαβ. vesna «άνοιξη». Την ύπαρξη -F- στον τ. έαρ επιβεβαιώνει η γλώσσα του Ησυχίου «γέαρ
έαρ» αλλά και η προσωδία στον Όμηρο. Τέλος το λατ. vēr «άνοιξη» ανάγεται σε μακρόφωνη ρίζα wēs-r- (πρβλ. αρχ. ισλανδικό vār)].
(II)
ἔαρ και εἶαρ, το (Α)
1. αίμα
2. χυμός.