αίτιο

From LSJ
Revision as of 22:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source

Greek Monolingual

το (Α αἴτιον)
η αιτία, ο βαθύτερος λόγος, σε αντίθεση προς την αφορμή ή το τυχαίο γεγονός
νεοελλ.
1. είδος εξανθήματος, έρπητας
2. (ως όρος του Συντακτικού) ποιητικό αίτιο, τελικό αίτιο, αναγκαστικό αίτιο
3. «αίτια του εγκλήματος» — τα ελατήρια του εγκλήματος
μσν.
σφάλμα, φταίξιμο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ουσιαστικοποιημένη μορφή του ουδετέρου του επιθ. αἴτιος. Βλ. και αίτιος, αιτιατός].