αίτιο
From LSJ
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
Greek Monolingual
το (Α αἴτιον)
η αιτία, ο βαθύτερος λόγος, σε αντίθεση προς την αφορμή ή το τυχαίο γεγονός
νεοελλ.
1. είδος εξανθήματος, έρπητας
2. (ως όρος του Συντακτικού) ποιητικό αίτιο, τελικό αίτιο, αναγκαστικό αίτιο
3. «αίτια του εγκλήματος» — τα ελατήρια του εγκλήματος
μσν.
σφάλμα, φταίξιμο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ουσιαστικοποιημένη μορφή του ουδετέρου του επιθ. αἴτιος. Βλ. και αίτιος, αιτιατός].