αδέξιος
From LSJ
Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn
Greek Monolingual
-ια, -ιο (Α ἀδέξιος, -ιον)
αυτός που δεν έχει ευχέρεια σε κάτι, ανίκανος, ανεπιτήδειος, ανάξιος, ατζαμής
νεοελλ.
1. δειλός, συνεσταλμένος
2. (για περιστάσεις κ.λπ.) απρόσφορος, αντίξοος
αρχ.
αυτός που δεν χρησιμοποιεί με ευχέρεια το δεξί χέρι, ο αριστερόχειρας (τη σημασία αυτή διατήρησε η λέξη στη διάλεκτο τών Ποντίων).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + δεξιός.
ΠΑΡ. νεοελλ. αδεξιοσύνη, αδεξιότητα].