Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αδολεσχώ

From LSJ
Revision as of 22:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg

Menander, Monostichoi, 229

Greek Monolingual

ἀδολεσχῶ (-έω) (AM)
λέω ανοησίες, φλυαρώ με απερισκεψία
μσν.
αστειεύομαι, χωρατεύω
αρχ.
1. μιλώ, διαλέγομαι
2. διαλογίζομαι, ρεμβάζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδολέσχης.
ΠΑΡ. μσν. ἀδολέσχημα.