αμαξιά

From LSJ
Revision as of 23:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268

Greek Monolingual

η
1. φορτίο που χωράει ή μεταφέρεται σε μία μόνο άμαξα
2. διαδρομή φορτηγού αμαξιού από τον τόπο φόρτωσης μέχρι τον τόπο εκφόρτωσης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμάξι + παραγ. κατάλ. –ιά].