αμφίκειμαι

From LSJ
Revision as of 23:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source

Greek Monolingual

ἀμφίκειμαι (Α) κεῑμαι
1. κείμαι γύρω ή επάνω σε κάτι
2. συσσωρεύομαι, στιβάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + κεῖμαι.