κήρωσις
From LSJ
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
English (LSJ)
εως, ἡ, A material of bees-wax, Arist.HA553b28.
German (Pape)
[Seite 1435] ἡ, der Überzug von Wachs, Arist. H. A. 5, 22, vgl. κόνισις.
Greek (Liddell-Scott)
κήρωσις: -εως, ἡ, τὸ ὑλικόν, ἡ οὐσία τοῦ κηροῦ τῶν μελισσῶν ἣν συνάγουσιν ἐκ τῶν δακρύων τῶν δένδρων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 5.
Greek Monolingual
κήρωσις, η (Α) κηρώ
1. το υλικό, η ουσία του κεριού τών μελισσών («κήρωσιν δὲ φέρουσιν ἀπὸ τοῦ δακρύου τῶν δένδρων», Αριστοτ.)
2. η επικάλυψη με κερί.
Russian (Dvoretsky)
κήρωσις: εως ἡ пчелиный клей Arst.