δεξιόγυιος

From LSJ
Revision as of 00:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεξιόγυιος Medium diacritics: δεξιόγυιος Low diacritics: δεξιόγυιος Capitals: ΔΕΞΙΟΓΥΙΟΣ
Transliteration A: dexiógyios Transliteration B: dexioguios Transliteration C: deksiogyios Beta Code: decio/guios

English (LSJ)

ον, (δεξιός IV) A ready of limb, Pi.O.9.111.

German (Pape)

[Seite 546] ἀνήρ, mit geschickten Gliedern, Pind. Ol. 9, 111.

Greek (Liddell-Scott)

δεξιόγυιος: -ον, (δεξιός ΙΙΙ) ἕτοιμα καὶ πρόθυμα μέλη ἔχων Πίνδ. Ο. 9. 164.

English (Slater)

δεξιόγυιος
   1 lithe of limb ὤρυσαι θαρσέων, τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν εὔχειρα, δεξιόγυιον pr. (O. 9.111)

Spanish (DGE)

-ον
de miembros diestros, dispuestos o ágiles Pi.O.9.111.

Greek Monolingual

δεξιόγυιος, -ον (Α)
όποιος έχει επιδέξια μέλη του σώματος, ο ευκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός «επιδέξιος» + γυῑον «μέλος του σώματος»].

Russian (Dvoretsky)

δεξιόγυιος: ловкий, проворный (ἀνήρ Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεξιόγυιος -ον [δεξιός, γυῖον] met behendige ledematen.