δυστροπία
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ἡ, A peevishness, Poll.5.119, Jul.Mis.365b, Alex.Trall.7.9.
German (Pape)
[Seite 689] ἡ, Hartnächigkeit, Poll. 5, 119 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυστροπία: ἡ, κακότροπος γνώμη, Πολυδ. Ε΄, 119.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 de pers. mal carácter, carácter difícil Poll.3.132, 5.119, Iul.Mis.365c, Physiog.2.226.10
•plu. comportamientos adustos, agresividad Hsch.s.u. σχετλιασμοί.
2 de pers. mala inclinación, tendencia al mal, maldad ὃν διὰ πολλὴν δυστροπίαν ... ἔρριψεν ὁ ἴδιος δεσπότης Pall.H.Laus.19.1, τῆς ἐνούσης αὐτῷ δυστροπίας Cyr.Al.Luc.2.22, κατὰ μηχανήν τινα καὶ δυστροπίαν PMasp.295.1.4 (biz.), cf. Pall.V.Chrys.16.41, Ast.Am.Hom.10.2.2, Chrys.M.58.769, Tz.H.3.384.
3 de la enfermedad condición difícil o problemática, índole maligna τῶν νοσημάτων Seuer.Clyst.p.14, cf. Alex.Trall.2.319.16, Aët.16.61.
Greek Monolingual
και δυστροπιά, η (AM δυστροπία)
η ιδιότητα του δύστροπου, ιδιοτροπία, στρυφνότητα του χαρακτήρα
νεοελλ.
απροθυμία, αποφυγή.