εὐηλάκατος

From LSJ
Revision as of 01:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐηλάκᾰτος Medium diacritics: εὐηλάκατος Low diacritics: ευηλάκατος Capitals: ΕΥΗΛΑΚΑΤΟΣ
Transliteration A: euēlákatos Transliteration B: euēlakatos Transliteration C: evilakatos Beta Code: eu)hla/katos

English (LSJ)

[ᾰκ], Aeol. εὐᾱλ-, ον, A possessing a fine distaff, of women, Theoc.28.22.

German (Pape)

[Seite 1067] mit schöner Spindel, Theocr. 28, 22; nach Hesych. auch mit schönem Pfeil, d. i. ein guter Schütze.

Greek (Liddell-Scott)

εὐηλάκᾰτος: Δωρ. εὐᾱλάκατος, ον, καλῶς νήθων, κλώθων, ἐπὶ γυναικῶν, Θεόκρ. 28. 22.

Greek Monolingual

εὐηλάκατος, -ον (αιολ. τ. εὐαλάκατος) (Α)
(για γυναίκα) αυτή που έχει ωραία ηλακάτη, ρόκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ηλακάτη «ρόκα»].

Greek Monotonic

εὐηλάκᾰτος: Δωρ. εὐᾱλακ-, -ον, αυτός που γνέθει καλά, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

εὐηλάκατος: = εὐᾱλάκατος.

Middle Liddell

spinning well, Theocr.