πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
Full diacritics: εὐκηλία | Medium diacritics: εὐκηλία | Low diacritics: ευκηλία | Capitals: ΕΥΚΗΛΙΑ |
Transliteration A: eukēlía | Transliteration B: eukēlia | Transliteration C: efkilia | Beta Code: eu)khli/a |
Dor. εὐ-κᾱλία, ἡ, A quiet, Hsch.
εὐκηλία: ἡ, ἡσυχία, Ἡσύχ. (εὐκαλεία κῶδ.).
εὐκηλία, δωρ. τ. εὐκαλία, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ησυχία.