εὐκόρυφος

From LSJ
Revision as of 02:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκόρῠφος Medium diacritics: εὐκόρυφος Low diacritics: ευκόρυφος Capitals: ΕΥΚΟΡΥΦΟΣ
Transliteration A: eukóryphos Transliteration B: eukoryphos Transliteration C: efkoryfos Beta Code: eu)ko/rufos

English (LSJ)

ον, (κορυφή) A with handsome head, Herm. ap. Stob.1.49.45: metaph., of sentences, well wound up, ending well, D.H.Dem. 40,43.

German (Pape)

[Seite 1075] mit schönem Haupte, Hermes Stob. ecl. eth. p. 992; – wohl abgerundet, Perioden, D. Hal. de vi Dem. 43.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκόρῠφος: -ον, ἔχων καλὴν κορυφήν, Ἑρμ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1.992: μεταφ., ἐπὶ ὕφους λόγου, ἡ καλῶς καὶ γλαφυρῶς τελευτῶσα περίοδος, ὡς τὸ εὐκατάστροφος Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 40 καὶ 43.

Greek Monolingual

εὐκόρυφος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραίο κεφάλι
2. (για ύφος λόγου) περίοδος που τελειώνει ωραία και γλαφυρά («εὐκόρυφοι καὶ εὔγραμμοι περίοδοι», Διον. Αλ.).