εὐφαντασίωτος

From LSJ
Revision as of 09:23, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφαντᾰσίωτος Medium diacritics: εὐφαντασίωτος Low diacritics: ευφαντασίωτος Capitals: ΕΥΦΑΝΤΑΣΙΩΤΟΣ
Transliteration A: euphantasíōtos Transliteration B: euphantasiōtos Transliteration C: effantasiotos Beta Code: eu)fantasi/wtos

English (LSJ)

ον, A gifted with a vivid imagination, Vett.Val.47.1, Quint.6.2.30; πρᾶξις Cat.Cod.Astr.8(4).209; also in bad sense, fantastic, fanciful, Vett.Val.150.12.

Greek (Liddell-Scott)

εὐφαντᾰσίωτος: -ον, ὁ διὰ τῆς ἑαυτοῦ φαντασίας δυνάμενος νὰ μεγαλοποιῇ καὶ παριστᾷ ζωηρῶς ὡς πραγματικὰς ἐννοίας αφῃρημένας δίδων εἰς αὐτὰς σχῆμα καὶ μορφήν, Λατ. qui sibi res, voces, actus secundum veruin optime fingit, Κυντιλιανὸς 6. 2, 30.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐφαντασίωτος, -ον)
1. προικισμένος με ζωηρή φαντασία
2. (με κακή σημ.) φαντασιόπληκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φαντασιώ «φαντάζομαι»].

Russian (Dvoretsky)

εὐφαντᾰσίωτος: обладающий живым воображением Quint.