εὐφαντασίωτος
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
ον, A gifted with a vivid imagination, Vett.Val.47.1, Quint.6.2.30; πρᾶξις Cat.Cod.Astr.8(4).209; also in bad sense, fantastic, fanciful, Vett.Val.150.12.
Greek (Liddell-Scott)
εὐφαντᾰσίωτος: -ον, ὁ διὰ τῆς ἑαυτοῦ φαντασίας δυνάμενος νὰ μεγαλοποιῇ καὶ παριστᾷ ζωηρῶς ὡς πραγματικὰς ἐννοίας αφῃρημένας δίδων εἰς αὐτὰς σχῆμα καὶ μορφήν, Λατ. qui sibi res, voces, actus secundum veruin optime fingit, Κυντιλιανὸς 6. 2, 30.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐφαντασίωτος, -ον)
1. προικισμένος με ζωηρή φαντασία
2. (με κακή σημ.) φαντασιόπληκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φαντασιώ «φαντάζομαι»].
Russian (Dvoretsky)
εὐφαντᾰσίωτος: обладающий живым воображением Quint.