θυρευτής
From LSJ
οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A door-keeper, Gloss. (dub.).
Greek Monolingual
θυρευτής, ὁ (Α)
θυρωρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου θυρεύω].