θύννα
From LSJ
English (LSJ)
ης, ἡ, A female tunny, θύνναν f.l. in Hippon.35.2: θύννης Antiph.129.4, Archestr.Fr.37.1.
German (Pape)
[Seite 1225] ἡ, nach E. M. 459, 25 das Weibchen des Thunfisches; Antiphan. Hippon. Ath. VII, 304 b; Opp. H. 1, 756.
Greek (Liddell-Scott)
θύννα: -ης, -ἡ, = θυννίς, ὁ θῆλυς θύννος· θύνναν Ἱππῶν. 26· θύννης Ἀντιφάν. Κουρ. 2, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 303Ε, πρβλ. Ἀνέκδ. Ὀξ. 449.
Greek Monolingual
θύννα, ἡ (ΑΜ)
ο θηλυκός τον(ν)ος, (το ψάρι),αλλ. θυννίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. παράλλ. τ. του θύννος].