θῆμα
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
ατος, τό, (τίθημι) A tomb, S.Fr.541. II = prooemium, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1208] τό, = θήκη od. ἀνάθημα, Soph. frg. 484.
Greek (Liddell-Scott)
θῆμα: τό, (τίθημι) = θήκη, Σοφ. Ἀποσπ. 484.
Greek Monolingual
θῆμα, τὸ (Α) τίθημι
1. τάφος, μνήμα, θήκη νεκρού
2. γλωσσ. προοίμιο.
Russian (Dvoretsky)
θῆμα: ατος τό Soph. = θήκη.
Frisk Etymological English
θημών See also: s. τίθημι.