καλοπόδιον
From LSJ
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
English (LSJ)
τό, A = καλάπους, Gal.6.364 (v.l.), Suid.:—hence κᾱλοποδάριαι φόρμαι lasts, Edict.Diocl.9.1.
German (Pape)
[Seite 1313] τό, dim. von καλόπους, VLL., v. l. καλαπόδιον.
Greek (Liddell-Scott)
κᾱλοπόδιον: τό, Γαλην. 6. σ. 364, ἴδε καλάπους.