κακοχυμία

From LSJ
Revision as of 10:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κακοχῡμία Medium diacritics: κακοχυμία Low diacritics: κακοχυμία Capitals: ΚΑΚΟΧΥΜΙΑ
Transliteration A: kakochymía Transliteration B: kakochymia Transliteration C: kakochymia Beta Code: kakoxumi/a

English (LSJ)

ἡ, A unhealthy state of the humours, Gal.6.553, 10.891: pl., Dsc.2.87. 2 unwholesomeness, τροφῶν Gal.6.749.

German (Pape)

[Seite 1305] ἡ, Schlechtigkeit der Säfte, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κακοχῡμία: ἡ, ἡ κακὴ κατάστασις τῶν χυμῶν, Γαλην. 2. 206D, 4. 333D, Διοσκ. 2-109, κτλ.

Greek Monolingual

η (AM κακοχυμία) κακόχυμος
ιατρ. είδος ασθένειας που προέρχεται από κακή κατάσταση τών χυμών, από αλλοίωση τών χυμών του ανθρώπινου οργανισμού.