καχρύδια
From LSJ
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
English (LSJ)
τά, A husks of κάχρυς, Arist.Pr.923b11: sg., prob. in Thphr.CP5.6.3.
Greek (Liddell-Scott)
καχρύδια: τά, ὑποκορ. τοῦ κάχρυς, μικροὶ κόκκοι πεφρυγμένης κριθῆς καὶ ἐν γένει πᾶν τὸ πεφρυγμένον, Ἀριστ. Προβλ. 20. 8, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 6, 3, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
καχρύδια, τὰ (Α)
1. κόκκοι καβουρντισμένου κριθαριού
2. καθετί που είναι καβουρντισμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάχρυς + υποκορ. κατάλ. -ύδιον (πρβλ. βοτρ-ύδιον, καρ-ύδιον)].